Λύση Κοινωνίας - Διανομή κοινού ακινήτου

Σε περίπτωση που ένα ακίνητο ανήκει σε περισσότερους του ενός ιδιοκτητών από κοινού, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο, υφίσταται μεταξύ τους κοινωνία κατ' ιδανικά μέρη. Κατά τη διάρκεια της κοινωνίας κάθε ένας από τους συνιδιοκτήτες μπορεί να κάνει χρήση του ακινήτου εφόσον αυτή δεν εμποδίζει την σύγχρηση των υπολοίπων. Η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους τους κοινωνούς. Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς την διοίκηση του κοινού καθώς και ως προς τα θέματα τακτικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης του κοινού οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση την πλειοψηφία των κοινωνών, η οποία προκύπτει από το μέγεθος της μερίδας του καθενός.

Ωστόσο, ακόμη και όταν η συγκυριότητα, η διοίκηση και η εκμετάλλευση του κοινού εξελίσσονται ομαλά κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα, εφόσον αυτό δεν αποκλείεται από δικαιοπραξία ή από τον προορισμό του κοινού πράγματος για κάποιον διαρκή σκοπό, να ζητήσει οποτεδήποτε την λύση της κοινωνίας (αρ. 798 επ. ΑΚ).

Η λύση της κοινωνίας επέρχεται με τη διανομή. Σε περίπτωση που δεν επιθυμούν όλοι οι κοινωνοί την λύση της κοινωνίας ή δεν συμφωνούν ως προς τον τρόπο λύσης και διανομής του κοινού ο κοινωνός που το επιθυμεί μπορεί να ζητήσει την διανομή του κοινού ακινήτου μέσω της δικαστικής οδού (αρ. 474-494 ΚΠολΔ).

Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να κατατεθεί αγωγή στο αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο με αίτημα την διανομή του κοινού ακινήτου. Η αγωγή πρέπει να στρέφεται κατά των υπολοίπων μη συναινούντων στη διανομή συγκυρίων (αρ. 478 ΚΠολΔ). Για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να αναφέρει τη συγκυριότητα του ενάγοντος στο πράγμα που πρόκειται να διανεμηθεί, την υφιστάμενη κοινωνία μεταξύ των διαδίκων, το αντικείμενο της αγωγής μαζί με ακριβή περιγραφή του κοινού ακινήτου, μη συμφωνία του εναγομένου για λύση της κοινωνίας και αίτημα λύσης της κοινωνίας. Ο ενάγων σε περίπτωση που απέκτησε τη συγκυριότητα στο κοινό με παράγωγο τρόπο θα πρέπει να κάνει επίκληση της μεταξύ του ενάγοντος και του αμέσως δικαιοπαρόχου του κυρίου καταρτισθείσας μεταβιβαστικής της κυριότητας συμβολαιογραφικής πράξης και της μεταγραφής αυτής. Σε περίπτωση, ωστόσο, που προβληθεί σχετική ένσταση από τον εναγόμενο, η οποία αμφισβητεί την κυριότητα του ενάγοντος ή δικαιοπαρόχου του, ο ενάγων πρέπει να προσδιορίσει με τις προτάσεις του πώς ακριβώς απέκτησε κυριότητα ο δικαιοπάροχός του ακόμα και οι απώτεροι δικαιοπάροχοί του μέχρι να φτάσει σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ή σε αποδεδειγμένη κτήση με έκτακτη χρησικτησία.

Για το παραδεκτό της αγωγής απαιτείται η εγγραφή της στο βιβλίο διεκδικήσεων στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο εντός 30 ημερών από την κατάθεση. Για το παραδεκτό δεν απαιτείται πλέον η επίδοση της αγωγής στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αφού το άρθρο 33 Ν 1249/1982, που επέβαλε την επίδοση αγωγών που αφορούν ακίνητα στον αρμόδιο οικονομικό έφορο έχει καταργηθεί με το άρθρο 37 Ν 2065/1992. Πριν από τη συζήτηση της αγωγής διανομής ο ενάγων πρέπει να προκαταβάλει το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου. Ο ενάγων μπορεί να ζητήσει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας.

Ο ενάγων δεν είναι υποχρεωμένος να προσδιορίζει στο δικόγραφό της αγωγής τον τρόπο λύσης της κοινωνίας, αν δηλαδή αυτή θα γίνει με αυτούσια διανομή ή αν θα διαταχθεί πλειστηριασμός καθότι ο τρόπος λύσης ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου. Συνήθως όμως σε περίπτωση που η διανεμητέα περιουσία αφορά ένα και μόνο ακίνητο- διαμέρισμα (οριζόντια ιδιοκτησία συσταθείσα σύμφωνα με τον ν. 3741/1929), συνεπώς είναι αδύνατη η αυτούσια διανομή του σε ομοειδή μέρη χωρίς μείωση της αξίας του, διατάσσεται πλειστηριασμός. Στην περίπτωση αυτή το ακίνητο πωλείται με πλειστηριασμό και μεταξύ των κοινωνών διανέμεται το εκπλειστηρίασμα κατ' αναλογία των μερίδων τους. Στην περίπτωση που υπερθεματιστής είναι ένας εκ των συγκυρίων νομικό περιεχόμενο της κατακύρωσης είναι η λύση της κοινωνίας (αρ. 798 ΑΚ). Η κατακύρωση δε στον συγκύριο επέρχεται για τα ιδανικά μερίδια των συγκοινωνών. Ακόμα όμως και μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης που διατάσσει πλειστηριασμό οι κοινωνοί μπορούν να ζητήσουν να μην εκτελεστεί, οπότε ακολουθεί εκποίηση κατά τις διατάξεις του ΑΚ (ΕφΑθ 3503/1990 ΕλλΔνη 92,581). Ο εν προκειμένω πλειστηριασμός παρότι δανείζεται ορισμένες διατάξεις του αναγκαστικού πλειστηριασμού (αρ. 959 επ. ΚΠολΔ), εν τοις πράγμασι χαρακτηρίζεται ως εκούσιος, ήτοι προσομοιάζει με πώληση ιδιωτικού δικαίου υπό τις εγγυήσεις και τη δημοσιότητα της δημόσιας αρχής (ΕφΘεσσ 2007/2006).

Αναφορικά με την δυνατότητα δικαστικής διανομής κοινού ακινήτου είτε μέσω αυτούσιας διανομής είτε μέσω πώλησης με εκούσιο πλειστηριασμό σε περίπτωση που υπάρχουν στο ακίνητο αυθαιρεσίες, οι οποίες δεν έχουν τακτοποιηθεί (ν. 1337/1983, 4014/2011, 4178/2013) μέχρι πρότινος επικρατούσε διχογνωμία. Κατά μία άποψη η εν προκειμένω διανομή ακινήτου με αυθαίρετους χώρους δεν μπορούσε να διαταχθεί δικαστικά καθότι η μεταβίβαση με αυθαίρετα κρίνεται άκυρη (ΑΠ 265/2004, ΠΠρΑθ 86/2011). "Για την κρίση της νομιμότητας της αξιούμενης διανομής, είτε αυτή γίνει αυτούσια είτε διαταχθεί η πώληση του κοινού με εκούσιο πλειστηριασμό, κρίνεται αναγκαία η προσκόμιση της βεβαίωσης μηχανικού συνοδευόμενης από σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα, που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 4178/2013, ώστε να προκύπτει ότι τα κτίσματα δεν είναι αυθαίρετα ή ότι έχουν τακτοποιηθεί με την καταβολή ενιαίου ειδικού προστίμου" (ΜΠρΤρικάλων 73/2017). "Η με πλειστηριασμό πώληση του κοινού και η διανομή του πλειστηριάσματος πριν από την κατεδάφιση των αυθαιρέτων είναι ανεπίτρεπτη και άκυρη διότι προσκρούει στην διάταξη αρ. 17 παρ, 10 Ν. 1337/1983 που απαγορεύει τη μεταβίβαση αυτή" (ΕφΘεσσ 2007/2006). Κατ' άλλη δε άποψη "είναι δυνατή η μεταβίβαση με αυθαίρετο και η διατήρηση του αυθαιρέτου εφόσον τακτοποιηθεί από αυτόν που θα το αποκτήσει με πλειστηριασμό και εφόσον για το αυθαίρετο αυτό δεν έχει προηγηθεί αυτοψία ούτε υπάρχει απόφαση κατεδάφισης. Η μεταβίβαση δε που επέρχεται λόγω πλειστηριασμού σε καμία περίπτωση δε νομιμοποιεί το αυθαίρετο (ΠΠρΘεσσ 129/2013).

Ο νεοψηφισθής νόμος 4495/2017 "Έλεγχος και προστασία δομημένου περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις" μεταξύ άλλων επαναπροσδιορίζει τη διαδικασία έκδοσης και τον έλεγχο οικοδομικών αδειών, ενώ μέσω της διαδικασίας ηλεκτρονικής ταυτότητας κτιρίου επιχειρεί την αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης του κτιρίου και των αδειών του. Επιπλέον προβλέπει εξειδικευμένα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της αυθαίρετης δόμησης σε συνέχεια των προαναφερθέντων νόμων 1337/1983, 4014/2011, 4178/2013. Από την εφαρμογή του στην πράξη θα κριθεί η αποτελεσματικότητά του και σε περιπτώσεις δικαστικής διανομής ακινήτων με υφιστάμενες αυθαιρεσίες.

Σχετικές υπηρεσίες: 

Κατηγορίες: